- γηροκομήσει
- γηροκομέωaor subj act 3rd sg (epic)γηροκομέωfut ind mid 2nd sgγηροκομέωfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γηροκομώ — γηροκόμησα, φροντίζω γέρο: Μεταβίβασε την περιουσία του στον ανιψιό του, με αντάλλαγμα εκείνος να τον γηροκομήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)